ἀκαταστασία

ἀκαταστασία
ἀκαταστασία, ας, ἡ (opp. κατάστασις q.v., cp. στάσις and DELG on the latter; Polyb. 7, 4, 8; 14, 9, 6; Diog. L. 7, 110; Epict. 3, 19, 3; Vett. Val. index; PGrenf I, 1, 4 [173 B.C.]; Astrol. Pap. I fr. Munich: APF 1, 1901, 494, 26; Tob 4:13; Pr 26:28; ApcMos 24).
unsettled state of affairs, disturbance, tumult (schol. on Apollon. Rhod. 1, 916, 18b) Hs 6, 3, 4. Pl. (Dionys. Hal. 6, 31) 2 Cor 6:5 prob. of mob action; 2 Cl 11:4 (quot. of unknown orig.).
opposition to established authority, disorder, unruliness (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 110 p. 413, 27 Jac. ἐν ἀ. πραγμάτων; Cat. Cod. Astr. VIII/3, 182, 8; 187, 2) 1 Cl 14:1 (w. ἀλαζονεία); cp. 3:2; 43:6; (w. φαῦλον πρᾶγμα) Js 3:16; (opp. εἰρήνη) 1 Cor 14:33 (EKäsemann, NTS 1, ’54/55, 248–60). Pl. (Cat. Cod. Astr. VII 126, 13; VIII/3, 175, 9) 2 Cor 12:20; (w. πόλεμος) insurrections (PCairMasp 4, 6) Lk 21:9.—Boll 130f. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκαταστασία — ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc/acc dual ἀκαταστασίᾱ , ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίᾳ — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 …   Dictionary of Greek

  • ακαταστασία — η κακή κατάσταση, αταξία: Σ αυτό το σπίτι υπάρχει μεγάλη ακαταστασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταστασίας — ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem acc pl ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασία instability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασί' — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίαι — ἀκαταστασίᾱͅ , ἀκαταστασία instability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίαν — ἀκαταστασίᾱν , ἀκαταστασία instability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίαις — ἀκαταστασία instability fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίη — ἀκαταστασία instability fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταστασίης — ἀκαταστασία instability fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”